Λευκαρίτικο κέντημα
Το λευκαρίτικο κέντημα είναι ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά στοιχεία της παράδοσης αλλά και του πολιτισμού, όχι μόνο της επαρχίας Λάρνακας αλλά και ολόκληρης της Κύπρου.
Ίσως ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η κεντητική παράδοση στη Μεγαλόνησο, το λευκαρίτικο κέντημα έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη τα τελευταία 100 χρόνια, έχοντας μάλιστα αναγκάσει τους γλωσσολόγους να βάλουν τη λέξη «λευκαρίτικο» στα ελληνικά λεξικά.
Ιστορικά, το λευκαρίτικο κέντημα ως μορφή τέχνης ξεκίνησε περίπου το 1200-1571, εποχή που η ενετοκρατία έφερε στα Πάνω Λεύκαρα και στα Κάτω Λεύκαρα βενετσιάνες κυρίες οι οποίες περνούσαν εκεί τα καλοκαίρια τους κεντώντας και μεταδίδοντας στις ντόπιες την τεχνική της δαντέλας. Μάλιστα, ήταν τόσο διαδεδομένη η φήμη της περιοχής το 1481, ώστε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ανηφόρισε εδώ για να διαλέξει τραπεζομάντιλο για την Αγία Τράπεζα του καθεδρικού ναού στο Μιλάνο. (Το 1986, τη μέρα της καθαγίασης του Καθεδρικού, η κοινότητα των Λευκάρων δώρισε κεντημένο τραπεζομάντιλο στη μνήμη και διαιώνιση της τότε παράδοσης.)
Οι γυναίκες του χωριού με το πέρασμα των αιώνων, προσάρμοσαν το λευκαρίτικο κέντημα, φέροντάς το στα πλαίσια του τοπικού χαρακτήρα και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη το εμπορίου, η φήμη της περιοχής εκτοξεύτηκε. Οι κάτοικοι των Λευκάρων ταξιδεύοντας στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Κωνσταντινούπολη και αλλού, έδειξαν τις δαντέλες και τα εξαιρετικά εργόχειρα στις ελληνικές παροικίες, με το εμπόριο να ανθεί από τους Κύπριους κεντητάρηδες εμπόρους που πουλούν σταδιακά σε όλη την Ευρώπη, τη Σκανδιναβία και την Αμερική. Από το 1900 μέχρι το 1930, η άρτια τεχνική του συγκεκριμένου κεντήματος έφτασε στο απόγειό της, αποφέροντας πλούτο και δόξα στην περιοχή. Τα κεντήματα που μέχρι τότε έκαναν οι γυναίκες του χωριού για την προίκα της κόρης τους και για στόλισμα των σπιτιών τους, μετατράπηκαν σε σημαντική πηγή εισοδήματος για τα νοικοκυριά. Η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για λευκαρίτικο κέντημα, οδήγησε όλο και περισσότερες γυναίκες να ασχοληθούν με αυτό, συμβάλλοντας και στην αλλαγή του ρόλου της γυναίκας που έκτοτε σταμάτησε να δουλεύει στα χωράφια ή σε εκτός σπιτιού εργασίες, όντας αρχόντισσα στο σπίτι της.
Περίτρανη απόδειξη για το ότι το λευκαρίτικο κέντημα θεωρείται έργο τέχνης και παράδοσης για την Κύπρο, είναι το γεγονός ότι από τον Οκτώβριο του 2010 εντάχθηκε στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του κεντήματος είναι το «πλουμί» (ένα μικρό μαξιλάρι), ιρλανδέζικο λινό και γαλλική κλωστή από μερσερισμένο βαμβάκι. Κύριο χαρακτηριστικό της τεχνικής είναι το μέτρημα των νημάτων του υφάσματος με αποτέλεσμα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα που αποτελούνται από «κοπτά» και «ανεβατά», ενώ οι δύο πλευρές του έργου που δημιουργείται έχουν την ίδια μορφή, ώστε δεν υπάρχει η καλή και η ανάποδη πλευρά.
Το λευκαρίτικο κέντημα αντικατοπτρίζει την ευαισθησία, την επιδεξιότητα τη λεπτομέρεια κα την αρμονία, σε σχέδια εμπνευσμένα από τη φύση και μετουσιώνεται σε απτή μορφή τέχνης που διατηρείται εδώ και αιώνες. Σήμερα, στα Πάνω Λεύκαρα, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να απολαύσει τα υπέροχα εργόχειρα στο Τοπικό Μουσείο Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοΐας Λευκάρων, ενώ μπορεί να αγοράσει πολλά σχέδια στα τοπικά καταστήματα.