Κουμανταρία

Η κουμανταρία είναι ο  επιδόρπιος οίνος της Κύπρου, που έχει κατακτήσει το ρεκόρ του παλαιότερου προϊόντος στον κόσμο, σύμφωνα με το βιβλίο Guinness. Έχει προστατευόμενο όνομα από το 1990 ως μοναδικό προϊόν της Μεγαλονήσου παγκοσμίως, και τ’ όνομά της, δεν υποδηλώνει μόνο μια ποικιλία, αλλά και μια μοναδική στον κόσμο τεχνική οινοποίησης.

Ένας ιδιαίτερος επιτραπέζιος οίνος, γλυκός σαν λικέρ, με πλούσια γεύση, και άρωμα, η κουμανταρία ή (κουμανδαρία), ήδη γνωστή από τα Ομηρικά έπη ως «το γλυκό κρασί της Κύπρου», μετρά τουλάχιστον 6.500 έτη ιστορίας, (βάσει αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν στην περιοχή της Ερήμης), και αποτελεί το αρχαιότερο κρασί της Ευρώπης και ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της γαστρονομικής παράδοσης της νησιού της Αφροδίτης.

Αν και φτιάχνεται με την ίδια μέθοδο εδώ και εκατοντάδες χρόνια, αρχικά η κουμανταρία ήταν γνωστή ως Νάμα, ενώ ο θρύλος λέει ότι φτιάχτηκε πρώτη φορά από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο της Αγγλίας και τους Σταυροφόρους του 13ου αιώνα. Το 1191 ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, προτού εκχωρήσει το νησί στους Ναΐτες Ιππότες, δοκίμασε στον γάμο του με τη Βερεγγάρια το γλυκόπιοτο ντόπιο αυτό κρασί, και ενθουσιασμένος από τη γεύση του, το αποκάλεσε  «τον βασιλέα των κρασιών». Στη συνέχεια, το εκκλησιαστικό πολεμικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών (οι Ναίτες Ιππότες αργότερα μετονομάστηκαν σε Ιππότες του Αγίου Ιωάννη) έφτιαξε τη στρατιωτική του διοικητική έδρα (Grande commanderie) στο Κάστρο Κολοσσιού – στα δυτικά της πόλης της Λεμεσού, απ’ όπου και ξεκίνησε η επίσημη παραγωγή της κουμανταρίας. Έκτοτε το μέρος αυτό αποτέλεσε στάση για τους καθολικούς λαούς της Δυτικής Ευρώπης και τους προσκυνητές απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι, στον δρόμο για την Ιερουσαλήμ αγόραζαν  το γλυκό αυτό κρασί. Η φήμη της κουμανταρίας συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μέχρι και επί Τουρκοκρατίας, ξεχωρίζοντας σε διαγωνισμούς κρασιού, και κερδίζοντας επάξια μια θέση ανάμεσα στα καλύτερα τραπέζια της Ευρώπης.

Η «αληθινή» κουμανταρία είναι ένα πολύπλοκο, πληθωρικό κρασί με βαθύ κεχριμπαρένιο χρώμα και βαθυκόκκινες ανταύγειες, παχύρευστο σαν μέλι, πλούσιο σε αρώματα σταφίδας, πετιμεζιού, αποξηραμένων σύκων, ξηρών καρπών, πικρής σοκολάτας και πούρου. Αυτό που ξεχωρίζει κατά τη διαδικασία της παραγωγής της όμως, είναι ότι τα σταφύλια αφήνονται στον ήλιο για 10 μέρες προκειμένου να βγάλουν τα σάκχαρά τους, κατόπιν πατιούνται κι έπειτα το λιαστό αυτό κρασί, παλαιώνεται επί δύο χρόνια σε δρύινα βαρέλια.

Σήμερα η κουμανταρία παράγεται σε 14 χωριά που συναντώνται μεταξύ των νότιων και νοτιοανατολικών παρυφών του Τροόδους, στην επαρχία Λεμεσού, και σε υψόμετρο πάνω από 500 μέτρα. Οι ποικιλίες που συμμετέχουν στην παραγωγή της είναι δύο γηγενείς κυπριακές, το ντόπιο Μαύρο (ερυθρή ποικιλία) και το Ξυνιστέρι (λευκή ποικιλία). Ορισμένοι από τους οικισμούς που υπάγονται στην ελεγχόμενη ζώνη καλλιέργειας είναι ο Δωρός, το Καπηλειό, η Ζωοπηγή, όπου και υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον ομώνυμο Μουσείο Κουμανταρίας, το Καλό Χωριό Λεμεσού, και άλλα.

Η κουμανταρία κατέχει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην εκκλησία του νησιού, καθώς αποτελεί το κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Μετάληψη. Εκτός από πηγή αμέτρητων μύθων και θρύλων για την κυπριακή ιστορία, αποτελεί το καμάρι της τοπικής οινοποιίας, αφού είναι ένα από τα πιο σημαντικά εξαγωγικά προϊόντα της Κύπρου, αλλά κι ένα ευχάριστο γλυκό κρασί που συνοδεύει τέλεια τις χειμωνιάτικες νύχτες των ντόπιων.

Τέλος, αρκετοί διάσημοι σεφ εστιατορίων έχουν εισαγάγει στην μαγειρική τους την κουμανταρία σαν βασικό γκουρμέ συστατικό, καθώς επίσης σ’ ολοένα και περισσότερα οινοποιία κατά τα τελευταία χρόνια ενσωματώνονται σύγχρονες τεχνικές και αντιλήψεις οινοποίησης.

Most Popular