Κολοκάσι

Το κολοκάσι ή πούλλες είναι εμβληματικό προϊόν της Κύπρου και ειδικά των περιοχών της επαρχίας Αμμοχώστου και της επαρχίας Πάφου.

Τόσο μέσα από το χρόνο, όσο και την ιστορική παράδοση, θα δει κανείς ότι το κολοκάσι είναι ένα κατεξοχήν παραδοσιακό προϊόν της Μεγαλονήσου, με παρουσία κιόλας από τον 12ο αιώνα, και πλέον με Προστατευμένη Ονομασία Προέλευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το κολοκάσι είναι σαν βολβός φυτού, κάτι σαν είδος γλυκοπατάτας με υφή αγκινάρας. Η ιστορία της ονομασίας του παραμένει αβέβαιη ακόμη.  Έχει τα χαρακτηριστικά πατάτας στην καλλιέργεια και παράγεται με βιολογικό τρόπο, χωρίς φάρμακα, πράγμα που δεν το ξέρουν οι πολλοί.

Πιθανή πατρίδα του θεωρείται ότι είναι η Μαλαισία. Στην Ανατολή αποτελεί βασική τροφή των ντόπιων και είναι γνωστό με την ονομασία «τάρο». Από τους ιθαγενείς Ινδιάνους, γύρω στο 1610, Γάλλοι μετανάστες της Βόρειας Αμερικής  φέρνουν το κολοκάσι μαζί τους στην Ευρώπη. Μάλιστα, πιστεύεται ότι βόηθησε τους Γάλλους μετανάστες να επιβιώσουν από το λιμό. Έφτασε μέχρι και το Βατικανό, για να ονομαστεί από τους κηπουρούς του πάπα «girasole articiocco» (αγκινάρα ηλιοτροπίου). Οι Άγγλοι, από την άλλη αδυνατώντας να προφέρουν τη λέξη «girasole», το οναμάτισαν «Jerusalem Artichoke» (αγκινάρα των Ιεροσολύμων). Στο νησί της Κύπρου, και πολύ πριν το Φεστιβάλ Κολοκασιού, η χρήση του συγκεκριμένου προϊόντος ανάγεται πίσω στο 1191 μ.Χ., όταν σερβιρίστηκε σε δείπνο για τον εορτασμό του γάμου του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγάρια στο Κάστρο Λεμεσού.

To κολοκάσι καλλιεργείται κυρίως για τους εδώδιμους βολβούς του και ευδοκιμεί σε περιοχές με τροπικό κλίμα. Θεωρείται ότι είναι από τις πρώτες ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών στην ιστορια της ανθρωπότητας,  ενώ στην Κύπρο καλλιεργήθηκε πέντε αιώνες πριν από την καλλιέργεια πατάτας. Η φύτευση του αρχίζει στα τέλη Φεβρουαρίου και συνεχίζεται μέχρι και τον Μάιο , αλλά στο χωριό της Σωτήρας Αμμοχώστου μπορεί να παραμείνει στη γη για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιωθεί και να μαζευτεί όποτε το θελήσει ο εκάστοτε παραγωγός.

Σήμερα, το κολοκάσι καλλιεργείται κυρίως στη Σωτήρα Αμμοχώστου, η οποία παράγει μέχρι και 2000 τόνους ετησίως, δηλαδή το  85% περίπου της συνολικής κυπριακής παραγωγής. Διατίθεται κυρίως στη ντόπια αγορά, ενώ κάποιες ποσότητές του εξάγονται και στη Μεγάλη Βρετανία για την κυπριακή παροικία που ζει εκεί.

Το κολοκάσι λοιπόν, ευδοκιμεί σε αφθονία στην συγκεκριμένη περιοχή, αν και χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην κυπριακή κουζίνα. Λέγεται ότι μεταφέρθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από την περιοχή της Καρπασίας από κάποιον αγρότη-μετανάστη, ο οποίος εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και μεταλαμπάδευσε τις γνώσεις  του και στους άλλους κατοίκους. Αρχικά, οι ντόπιοι το καλλιεργούσαν κοντά στην περιοχή που βρίσκεται η παραλία Αγία Θέκλα, αλλά με την εισροή αλμυρού νερού, σιγά σιγά μετέφεραν τα χωράφια τους στην ενδοχώρα. Το κοκκινωπό χρώμα του χώματος της γης που είναι πλούσιο σε ιχνοστοιχεία σε πολλά σημεία εκεί, σε συνδυασμό με τις άριστες κλιματικές συνθήκες δεν μαρτυρούσαν από τη αρχή την εξέλιξη αυτής της παραγωγής. Σήμερα, το κολοκάσι αποτελεί την κύρια πηγή εισοδημάτων για τους κατοίκους της περιοχής των κοκκινοχωρίων.

Most Popular