Ποταμιά

Η Ποταμιά συναντάται 18 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας της ομώνυμης επαρχίας στην Κύπρο, κι απέχει περίπου 30 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα, 75 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λεμεσού, και σχεδόν 150 χιλιόμετρα από την Πάφο.

Από τα 48 μικτά χωριά που υπήρχαν το 1970 στη Μεγαλόνησο, σήμερα παραμένουν μόνο δύο. Η Ποταμιά, αποτελεί μαζί με την Πύλα, ένας από τους δύο οικισμούς που συνορεύουν με τη νεκρή ζώνη και εντοπίζονται σε απόσταση αναπνοής από την «Πράσινη Γραμμή».

Βρισκόμενη στην ανατολική όχθη του ποταμού Γιαλιά, ο οποίος κι έδωσε στον οικισμό τη σύγχρονη ονομασία του (που παραμένει ίδια από τον μακρινό Μεσαίωνα), η Ποταμιά βρίσκεται στα 200 περίπου μέτρα υψόμετρο και ξεχωρίζει για την ευφορία της γης της. Οι ψηλοί ευκάλυπτοι της κοινότητας καλωσορίζουν τον επισκέπτη, ενώ οι ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα λαχανικά, και τα σιτηρά του χαρίζουν φωτογραφικές αναμνήσεις.

Η ιστορία της Ποταμιάς αρχίζει ήδη τα προϊστορικά χρόνια, όπως επιβεβαιώνει η σχέση της με το γειτονικό συνοικισμό του Δαλίου και τα ευρήματα του αρχαίου βασιλείου του Ιδαλίου, στο οποίο κι υπάγονταν κατά το παρελθόν το χωριό. Πιο συγκεκριμένα, το 1933 στην περιοχή «Έλληνες» βρέθηκε μια στεφανωμένη κεφαλή του θεού Απόλλωνα, που σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου της Λευκωσίας. Ο οικισμός φαίνεται να υπήρχε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, ενώ επί Φραγκοκρατίας ήταν κτήμα της βασιλικής οικογένειας των Λουζινιανών, και γενικότερα ο οικισμός φαίνεται ότι προσέλκυσε κατά καιρούς αρκετούς βασιλείς, όπως η βασίλισσα της Κύπρου, Αικατερίνη Κορνάρο (1474-1489). Επιπλέον παραδείγματα αποτελούν ο βασιλιάς Πέτρος Β΄ (1369- 1382), που έχτισε εκεί την εξοχική του έπαυλη – από την οποία και διασώζονται σήμερα μερικά μόνο ερείπια, κι αργότερα, το ίδιο κτίριο αποτέλεσε το αγαπημένο καταφύγιο του διαδόχου του βασιλιά Πέτρου Β’, αλλά και του βασιλιά  Ιακώβου Α΄ (1382 -1398), ενώ ένα γύρω τον Ιούνιο του 1426, ο Κύπριος βασιλιάς Ιανός, (1398-1432), εγκαταστάθηκε στην Ποταμιά προκειμένου να επιτεθεί στους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Εκείνη τη χρονιά, ο οικισμός καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς. Επί Τουρκοκρατίας (1570-1571), το χωριό περιήλθε στα βασιλικά κτήματα, με αποτέλεσμα πολλά από τα μεσαιωνικά του οικοδομήματα να καταστραφούν. Στην πιο πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα, και κατά τη δεκαετία του 1990, οι κάτοικοι της Ποταμιάς συμμετείχαν σε προσπάθειες επαναπροσέγγισης μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Εκτός από την έντονη ιστορική αύρα, το χωριό έχει να επιδείξει κι αρκετά σημαντικά αξιοθέατα πολιτισμού, όπως την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού (του 18ου αιώνα), που ξεπροβάλλει περίπου 300 μέτρα από την κεντρική πλατεία του οικισμού, καθώς και το «Καπνιστήριο», μια αίθουσα όπου και επεξεργάζονταν κατά τη δεκαετία του 1950, τα καπνά της περιοχής.

Στην Ποταμιά δεν υπάρχουν καταλύματα, αλλά αρκετές τοπικές ταβέρνες που σερβίρουν παραδοσιακά πιάτα, όπως οφτό και κλέφτικο. Η κοινότητα επίσης διαθέτει γήπεδα, νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο, αρκετά μνημεία ηρώων (όπως αυτό έξω από το διατηρητέο κτίριο του κοινοτικού συμβουλίου), το ξωκλήσι του Αγίου Νεοφύτου (βορειοδυτικά του οικισμού), και το ναό της Αγίας Μαρίνας – το μοναδικό μεσαιωνικό θέαμα στην περιοχή, ο οποίος και βρίσκεται λίγο πριν το τέλος του συνοικισμού με το φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς, και τις νάρκες.

Τέλος, μεταξύ του ερειπωμένου οικισμού του Αγίου Σωζόμενου, με το ομώνυμο γοτθικό εκκλησάκι και το σπήλαιο του Οσίου, και το κατεχόμενο χωριό της Λουρουτζίνας, η Ποταμιά δεν έχει πάψει ποτέ ν’ αποτελεί παράδειγμα μιας μικρής, αλλά αναπτυγμένης κοινωνίας, υποδεικνύοντας έναν ξεχωριστό τρόπο ζωής για το λαό της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή του 1974.