Μύλος της Γωνιάς Κακοπετριάς

Ο Μύλος της Γωνιάς Κακοπετριάς βρίσκεται πάνω από τον κεντρικό δρόμο του ομώνυμου χωριού της επαρχίας Λευκωσίας στην Κύπρο και στην αριστερή όχθη του ποταμού του Αγίου Νικολάου.

Ένα από τα αξιοπερίεργα μουσεία του νησιού,  «φωλιασμένο» μέσα στο πράσινο και δίπλα ακριβώς από την κοίτη του ποταμού, ο Μύλος της Γωνιάς Κακοπετριάς χτίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και αρχικά ήταν ιδιοκτησία της Αρχιεπισκοπής που αργότερα πέρασε στα χέρια ιδιωτών. Θεωρείται ένας από τους πλέον φημισμένους νερόμυλους στο νησί που άλεθε σιτάρι και κριθάρι, μετατρέποντάς το σε αλεύρι, μέχρι και τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε σταμάτησε και τη λειτουργία του. Μέχρι τότε, το εντυπωσιακό οικοδόμημα εξυπηρετούσε όχι μόνο τους κατοίκους της Κακοπετριάς, αλλά και των γύρω χωριών.

Το τριώροφο κτίσμα οικοδομήθηκε από έναν διάκονο του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου της Στέγης το 1754. Αργότερα αξιοποιήθηκε από ιδιώτες, οι οποίοι πλήρωναν ενοίκιο στην Αρχιεπισκοπή, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι αγοράστηκε από πέντε άτομα με αντίτιμο διακοσίων πενήντα λιρών.
Μετά την αναπαλαίωσή του το 1980, άνοιξε τις πύλες του για το κοινό ως μουσειακός χώρος, ενώ αξιοποιείται τουριστικά ως οικογενειακή επιχείρηση με ξενώνα από το ιδιοκτήτη του Ιωάννη Αριστείδη Παπά.

Μπαίνοντας στο χώρο, δεσπόζει η μεγάλη τετράγωνη ξύλινη σκάφη που στενεύει προς τα κάτω και μέσα σε αυτή, έβαζαν τα δημητριακά, που κατέληγαν στο μέσο των δύο μυλόπετρων. Ανάλογα με το μοχλό που τοποθετούσαν πάνω στην κάθε μυλόπετρα, τα δημητριακά αλέθονταν είτε σε λεπτούς, είτε σε χοντρούς κόκκους. Ο σιδερένιος άξονας στις μυλόπετρες λειτουργούσε, αφού το νερό είχε πρώτα πέσει με φόρα σε αυτόν και ξεκινούσε την πορεία του για να μπει στο αυλάκι. Ακολούθως, έμπαινε στο πετραύλακο του αλευρόμυλου και ακολουθώντας κατακόρυφη πτώση στο νερόλακκο δίπλα στη βάση ξύλινου φτερωτού τροχού, κατάληγε στον άξονα, ενεργοποιώντας τις μυλόπετρες.

Ο Μύλος της Γωνιάς Κακοπετριάς είναι ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του τόπου που έδωσε οικονομική πνοή στα δύσκολα χρόνια του παρελθόντος. Ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφτεί το χώρο και να συνδυάσει την παραμονή του εκεί με φαγητό ή καφέ.