Καπέδες

Το χωριό Καπέδες βρίσκεται 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας στην ομώνυμη επαρχία της Κύπρου, κι απέχει 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη Λάρνακα, σχεδόν 75 χιλιόμετρα από τη Λεμεσό, και περίπου 160 χιλιόμετρα από την Πάφο.

Χτισμένο στην τοποθεσία που υπήρχαν τα μεταλλεία χαλκού του αρχαίου βασιλείου της Ταμασσού, και αποτελώντας τμήμα του δάσους Μαχαιρά, οι Καπέδες έχουν μέσο υψόμετρο γύρω στα 560 μέτρα. Αυτός ο ημιορεινός οικισμός, διαθέτει μόνο μερικές μικρές εκτάσεις χωραφιών προς τα βόρειά του, ενώ παράλληλα βρέχεται κι από τους παραποτάμους του Γιαλιά και του Πηδιά ποταμού. Στην περιοχή παρατηρούνται επίσης λαβές πυριγενούς συμπλέγματος της οροσειράς του Τροόδους.

Η προέλευση της ονομασίας του χωριού, (Captor/Capedro), επιδέχεται πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Μία, αναφέρει ότι ο οικισμός αποτέλεσε μετόχι μιας παλιάς μονής, από την οποία και εξορίστηκαν εκεί 10 μοναχοί. Έκτοτε κυριάρχησε η φράση «πάνω στους δέκα παίδες», οπότε και με παραφθορά δημιουργήθηκε η επωνυμία Καπέδες. Άλλη εκδοχή, κάνει αναφορά για τις μάντρες της ίδιας μονής, όπου και ζούσαν οι βοσκοί μαζί με τις οικογένειες τους. Εκείνοι όντας κάπως πονηροί και υποχθόνιοι πήραν τη φήμη των κακών, οπότε και βγήκε η φράση «πάω στους κακούς παίδες», που με την πάροδο του χρόνου έδωσε στον οικισμό τη σύγχρονή του ονομασία (Καπέδες-Καπαίδες). Τέλος, μια τρίτη εκδοχή για την ονομασία του χωριού σχετίζεται με τα παλιά μεταλλεία, και συγκεκριμένα τα ‘καπάκια’, δηλαδή το στρώμα μετάλλου, που αφθονούσε στην περιοχή.

Με αναφορές ήδη από την εποχή του Χαλκού, στους Καπέδες λειτούργησε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια επεξεργασίας χαλκού. Ιστορικά, υπάρχουν αναφορές ότι επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από ηφαιστειακή έκρηξη καταστράφηκε ο οικισμός, και μαζί του άλλα δύο χωριά (μάλλον βορειοανατολικά της σημερινής κοινότητας). Γεγονός, που όμως δεν επιβεβαιώνεται από τους γεωλόγους που μελέτησαν τα πετρώματα του νησιού. Το 1464, έπειτα, λέγεται ότι το χωριό δόθηκε σαν δώρο στον Μπενεντέττο Βερνάτζα, ενώ ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, αναφέρει ότι η κοινότητα υπήρξε μετόχι της Μονής Αρχαγγέλου, κι ανήκε σε ενετική οικογένεια, πιθανότατα σε απογόνους του Μπενεντέττο Βερνάτζα, οι οποίο και τελικά εγκατέλειψαν την περιοχή. Η ιστορία των Καπέδων υπήρχε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και πιθανόν επί Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας. Επιπλέον, μερικά κτήματα του χωριού ανήκαν στο μοναστήρι του Μαχαιρά, οπότε και κάποιοι από τους μοναχούς του είχαν την έδρα τους εκεί. Η κοινότητα επίσης πολέμησε κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στους Άγγλους την περίοδο 1955-1959, φιλοξενώντας τον ήρωα Γρηγορή Αυξεντίου τις μέρες του μεγάλου κυνηγητού του, καθώς και συμμετείχαν ενεργά στην τουρκανταρσία το 1963, αλλά και στην τούρκικη εισβολή του 1974.

Επί πολλά έτη, η περιοχή ήταν η αγαπημένη των Λευκωσιατών που ήθελαν να χτίσουν την εξοχική τους κατοικία, κάτι που δεν ισχύει πια, εφόσον το ενδιαφέρον τους έχει στραφεί προς τα παραλιακά μέτωπα της Αγίας Νάπας και του Πρωταρά. Σήμερα, ο οικισμός Καπέδες έχει περίπου 500 μόνιμους κατοίκους, από τους οποίους ελάχιστοι είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι, εξαιτίας του μη εύφορου του εδάφους, οπότε και η μεγαλύτερη έκταση του χωριού παραμένει ακαλλιέργητη.

Με βασικά αξιοθέατα τις δύο εκκλησίες του, την Παναγία την Χρυσογαλακτούσα (κτίσμα του 1731) με τις ξεχωριστές τοιχογραφίες του 1768, που υπογράφονται από τον Λεόντιο (μοναχό στη Μονή Αγίου Ηρακλειδίου), η οποία βρίσκεται στο κέντρο της κοινότητας, καθώς επίσης του Αγίου Γεωργίου (οικοδόμημα του 19ου αιώνα) με την αψίδα, το ξωκλήσι, και το ψηφιδωτό του, να κερδίζουν το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Επιπρόσθετα, στους Καπέδες λειτουργεί ολοήμερο δημοτικό σχολείο,  κοινοτική βιβλιοθήκη, βρεφοπαιδοκομικός σταθμός, και κοινοτικό ιατρείο (στο χώρο του παλιού σχολείου), ενώ υπάρχει ένα αθλητικό στάδιο, δύο σωματεία, και αρκετά μεγάλη αγορά, καθώς και μερικές ταβέρνες. Στην ευρύτερη περιοχή συναντάται κι ο εκδρομικός χώρος, Μάντρα του Καμπιού.

Οι Καπέδες βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τη Μονή Μαχαιρά και τον οικισμό Πολιτικό Λευκωσίας, ενώ συνορεύουν με τα χωριά Αναλιόντα (στα βορειοανατολικά) και Καμπιά Ορεινής (στα βόρεια).