Καμπί Λευκωσίας

Το Καμπί Λευκωσίας είναι χωριό της επαρχίας στην Κύπρο και απέχει 48 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την ομώνυμη πόλη, 49 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λεμεσού, 72 χιλιόμετρα δυτικά της Λάρνακας και ΄113 χιλιόμετρα βορειοανατολικά  της Πάφου.

Χτισμένο σε υψόμετρο 860 μέτρων στην οροσειρά του Τροόδους και σε μια κοιλάδα του παραπόταμου του Μαρουλένα, στο κεντρικό τμήμα της Κύπρου και πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Λάρνακας, το Καμπί Λευκωσίας είναι μια περιοχή με αμπέλια, καρυδιές, ελιές και αμυγδαλιές. Ο οικισμός χαρακτηρίζεται με πετρόχτιστα σπίτια και στενά και γραφικά δρομάκια που οδηγούν στις πλαγιές ή στο βάθος της κοιλάδας.

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές, με την  επικρατέστερη να κάνει λόγο για μικρών διαστάσεων χωριό με κάμπο (καμπί), ενώ μια άλλη μιλάει για τον Κύπριο ευγενή Πέτρο Ντε Καμπίν, που το 1367 είχε σταλεί από τον βασιλιά Πέτρο Α΄ ως πρέσβης στην Αίγυπτο και πιθανότατα ήταν ιδιοκτήτης του χωριού. Μια τρίτη εκδοχή συνδέεται με την τοποθεσία του που βρίσκεται στην κάμπη του βουνού και η τέταρτη εκδοχή συνδέει το χωριό με το γειτονικό Φαρμακά, καθώς είναι γνωστό και ως «Καμπί του Φαρμακά», λόγω της γειτονικής του θέσης με τη εν λόγω κοινότητα.

Το Καμπί Λευκωσίας υφίσταται από τα μεσαιωνικά χρόνια και επί Φραγκοκρατίας, ήταν ένα από τα δύο κυπριακά χωριά που αρχικά δόθηκαν στο Τάγμα Ναϊτών Ιπποτών, και όταν αυτό διαλύθηκε, δόθηκε στο Τάγμα των Ιωαννίτων Ιπποτών. Κατά το παρελθόν, ήταν χτισμένο στην περιοχή «Φτέρυχα» στη δυτική όχθη του ποταμού Φαρμακά και ονομαζόταν Άγιος Γεώργιος, αλλά μετά από επιδημία που ξέσπασε, ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στην σημερινή τοποθεσία.

Η μοναδική εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και χτίστηκε το 1700 μ.χ. Το πετρόχτιστο οικοδόμημα στο κέντρο του χωριού, ανακαινίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στα μέσα του 20ου και συνιστά μονόκλιτη εκκλησία με κατάλευκο καμπαναριό και αμφικλινή ξύλινη στέγη που ακουμπούσε στη γη, αλλά μετά την ανακαίνιση του 1950 ανασηκώθηκε δύο μέτρα. Στο εσωτερικό του ναού, ο γυναικωνίτης είναι εξολοκλήρου κατασκευασμένος από ξύλο, με εντυπωσιακό σκάλισμα που συναντάται παρόμοιο στον Τίμιο Σταυρό Ομόδους. Οι εικόνες της Παναγίας, του Χριστού, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, του Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Σπυρίδωνος και η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ανάγονται στον 17ο αιώνα (1600-1680 μ.χ), ενώ στο ναό φυλάσσονται και δύο ευαγγέλια του 1624 και του 1818. Η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου βρέθηκε στα ερείπια της εκκλησίας, στην περιοχή που ήταν προηγουμένως το χωριό και χρονολογείται γύρω στο 1600 μ.Χ. Στην τοποθεσία που βρέθηκε η εικόνα, υπάρχει μια μεγάλη πέτρα. με χαραγμένα κάποια γράμματα που δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμη. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα βρέθηκε μετά από όραμα μιας κατοίκου του χωριού, στο οποίο ο άγιος της υπέδειξε πού είναι η εικόνα και πού να κτιστεί το εκκλησάκι του.

Στην αυλή της εκκλησίας συναντάται  το πολιτιστικό κέντρο, ενώ λίγα μέτρα πιο βόρεια στο μικρό πάρκο, υπάρχει το μνημείο ηρώων στους τρεις αγνοούμενους από την τουρκική εισβολή του 1974 (Αντώνης Ανδρέα Κουρέα, Ανδρέας Παναγή Παπαγιάννη και Ανδρέας Παναγή Χαραλάμπους).

Δυτικά του χωριού, τα δύο όμορφα γεφύρια πάνω από τον ποταμό του Καμπιού, προσφέρουν μαγευτική θέα από το σημείο στο οποίο βρίσκονται. Το πρώτο χτίστηκε το 1942 από την αγγλική κυβέρνηση του νησιού και είναι ένα πετρόχτιστο μονότοξο γεφύρι και δίπλα του εκδρομικά ξύλινα τραπέζια. Το δεύτερο, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, είναι ξύλινο γεφύρι που στηρίζεται σε πέτρινες κολώνες και γύρω του υπάρχουν ξύλινα παγκάκια, ιδανικό σημείο για ξεκούραση κάτω από τα πλατάνια και πάνω από την κοίτη του ποταμού.

Στην ταβέρνα της κοινότητας, σερβίρεται παραδοσιακή κυπριακή κουζίνα και εύγευστοι μεζέδες.