Πάνω Πλάτρες

Οι Πάνω Πλάτρες είναι χωριό της επαρχίας Λεμεσού στην Κύπρο κι απέχουν περίπου 35 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της ομώνυμης πρωτεύουσας, 70 χιλιόμετρα από την Πάφο, 90 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία και 120 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα. Μάλιστα, εντοπίζονται λίγα μόνο χιλιόμετρα νότια της πλατείας Τροόδους, ενώ σε απόσταση αναπνοής συναντάται κι ο οικισμός Κάτω Πλάτρες.

Όντας ένα από τα πιο ξακουστά ορεινά θέρετρα του νησιού (1200 μέτρα), χτισμένες αμφιθεατρικά και βυθισμένες μέσα σ’ ένα δάσος από πανύψηλους πλατάνους κι αιωνόβιες βελανιδιές στις οποίες και κουρνιάζουν άπειρα μελωδικά αηδόνια βρίσκονται οι Πάνω Πλάτρες, με το κάτω και πάνω μέρος του χωριού να παρουσιάζει σημαντικές υψομετρικές διαφορές. Σήμερα ο οικισμός μετρά τους 150 μόνιμους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους διατηρούν καφετέρειες και εστιατόρια που παραμένουν ανοιχτά ολόχρονα, αλλά με την έλευση της τουριστικής περιόδου ο πληθυσμός τους μπορεί να ξεπεράσει και τους 10000 επισκέπτες.

Η ονομασία του χωριού επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες. Αφενώς, οι Πάνω Πλάτρες, δανείστηκαν τ’ ονομά τους από τη λέξη πλάτρα ή πράτρια, που η σημασία της έχει να κάνει με τη γυναίκα που υφαίνει τα πανιά των αγροτών, κι ο οικισμός έφερε το συγκεκριμένο τοπωνύμιο όταν υπήρξε φράγκικο φέουδο. Από την άλλη, στα γαλλικά μεταφράζεται σε λευκός γύψος, γεγονός που παραπέμπει τους μελετητές και πάλι πίσω στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, οπότε και πάνω από τις σημερινές Πλάτρες, λειτουργούσε κάποιο μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί επειδή ήταν ντυμένοι στα άσπρα, τους φώναζαν “Πλάτραι”.  Τέλος, η ιστορία του ονόματος των Πλατρών καταλήγει στη λέξη πλάτσα, που από παραφθορά έγινε πλάτρα κι έπειτα στον πληθυντικό, πλάτρες.

Αν κι ο οικισμός των Πάνω Πλατρών θεωρείται σχετικά νεοσύστατος, περιλαμβάνεται μεταξύ των χωριών της Κύπρου που υπήρχαν ήδη από την Φραγκοκρατία και την εποχή των Λουζινιανών (1192-1489 μ.Χ.), αλλά κι επί Ενετοκρατίας (1489-1571 μ.χ.). Αναλυτικότερα, η μακραίωνη ιστορία του χωριού ξεκινά το 1878,όταν για πρώτη φορά Άγγλοι πάτησαν στα χώματα της περιοχής, που μέχρι τότε κατοικούνταν μόνο από μερικούς βοσκούς. Έπειτα έρχεται η δύσκολη περίοδος του αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59), οπότε κι ο οικισμός έγινε επαρχιακό και διοικητικό κέντρο του Αγγλικού στρατού, όλα του τα ξενοδοχεία επιτάχτηκαν από του Άγγλους στρατιώτες, ενώ στα κρατητήρια Πλατρών κρατήθηκαν και βασανίστηκαν εκατοντάδες κάτοικοι της περιοχής. Από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, ο μικρός αυτός οικισμός εξελίσσεται στο απόλυτο παραθεριστικό κέντρο της Κύπρου, φιλοξενώντας ομογενείς από την Αίγυπτο, εξωτικούς βασιλιάδες, κοσμικούς απ’ όλο τον κόσμο και γνωστούς συγγραφείς, με τον Έλληνα ποιητή Γιώργο Σεφέρη να τους αφιερώνει τον περίφημο στίχο «Τα αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», όπως και συμπεριλήφθηκε στο ποίημά του ’’Ελένη’’. Μάλιστα, πλούσιοι Αιγύπτιοι αγόραζαν γη  για δύο δεκαετίες από τους ντόπιους και εν συνεχεία παρέδιδαν τις κατοικίες τους πίσω σ’ αυτούς. Έτσι, και με το πέρας του χρόνου οικοδομήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή πολυτελείς επαύλεις, κι άρχισαν να χτίζονται μεγάλα ξενοδοχεία που συνετέλεσαν σημαντικά στην τουριστική ανάπτυξη της Κύπρου. Η αίθουσα χορού του ξενοδοχείου «Μόντε Κάρλο» γνώρισε μεγάλες δόξες, ενώ το ξενοδοχείο Forest Park, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, διοργάνωνε χορούς για κοσμικούς, αλλά και Παγκύπριους διαγωνισμούς ομορφιάς. Μετά την τουρική εισβολή το 1974 το νησί άρχισε ν’ αναβαθμίζεται τουριστικά, αλλά προς το παραλιακό του μέτωπο, οπότε κι ο οικισμός χάνει την παλιά του αίγλη, αλλά ανθεί ένα νέο κύμα εναλλακτικού τουρισμού στην περιοχή με κατασκηνώσεις και πιο φυσιολατρικού τύπου διακοπές.

Στις Πάνω Πλάτρες, από την αρχιτεκτονική των διάφορων περιόδων, τα ρουστίκ σπίτια, όπως το κτίριο της παλιάς δημοτικής αγοράς και νυν πολιτιστικό κέντρο με την κεντρική του αίθουσα να είναι αφιερωμένη στον Γεώργιο Σεφέρη, αλλά και την αστείρευτη φυσική ομορφιά του τοπίου, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο επισκέπτης έχει να κάνει πολλά στο χωριό. Περνώντας από τα μνημεία των ηρώων των Πλατρών, Στέλιο Μαύρο και Αντρέα Παρασκευά, κάνοντας μια στάση στην περίφημη κρήνη της Ρωξάνης Κουδουνάρη, απ’ την οποία και πηγάζει δροσερό νερό, και την εκκλησία του χωριού, την Παναγία την Φανερωμένη, τα πολλά παρεκκλήσια (Παναγία Ιαματική, Άγιος Νικόλαος), μέχρι τον καταρράκτη Μιλλομέρη και τον καταρράκτη Καληδονιών, αλλά και το γεφύρι της Μηλιάς, τα οποία διαπερνούν τρία μονοπάτια της φύσης κρυμμένα μέσα σε πνυκνή βλάστηση, καθώς επίσης και μια ποδηλατική διαδρομή. Επιπλέον, δίπλα από τον Κρύο ποταμό (βορειοανατολικό τμήμα της κοινότητας), υπάρχει ιχθυοτροφείο πέστροφας, ο ταξιδιώτης οδηγείται στην τοποθεσία  Ψηλό Δέντρο απ’ όπου και μπορεί να δει από ψηλά τον οικισμό, ενώ στην κοιλάδα των Χαρήτων μπορεί να χαθεί ανάμεσα στα πανήψυλα δέντρα και ν’ απολαύσει την εξαίρετη ομορφιά του.

Εκτός όμως από το φυσιολατρικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι Πάνω Πλάτρες, μπορείς κανείς να επιδοθεί σε μια πληθώρα δραστηριοτήτων, καθώς στην περιοχή πάνω από το νοσοκομείο υπάρχει οικολογικό πάρκο για αναρρίχηση. Με μια τεράστια γκάμα επιλογών σε διαμονή, όπως το διάσημο ξενοδοχείο Forest Park, όπου και ανακαλύφτηκε το ποτό του βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ, το μπράντυ σάουρ, και φαγητό, όπως το μοναδικό στο είδος του παγκύπρια, το Chocolate Workshop, το χωριό διαθέτει αρκετές υπηρεσίες, όπως ταξί, ταχυδρομίο, τράπεζες, πυροσβεστική, οργανωμένο αθλητικο κέντρο, καθώς και διάφορα  γήπεδα. Τέλος, στην περιοχή διοργανώνονται πολλές εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου με πιο γνωστές τις γιορτές-φεστιβάλ αφιερωμένες στη σοκολάτα, και τη λογοτεχνία.