Λόφου

Η Λόφου είναι κρασοχώρι της επαρχίας Λεμεσού στην Κύπρο και βρίσκεται βορειοδυτικά από την ομώνυμη πρωτεύουσα (περίπου 25 χιλιόμετρα μακριά), ενώ απέχει πάνω από 100 χιλιόμετρα από τη Λάρνακα, 90 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία, και γύρω στα 70 χιλιόμετρα από την Πάφο.
Σε υψόμετρο περίπου 800 μέτρων η Λόφου είναι χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε λόφους, απ’ όπου και πήρε την ονομασία του το χωριό (όπως έχει αποδειχθεί από τα αρχεία του παλιού δημοτικού σχολείου), ενώ η αλλαγή σε γενική πτώση προέκυψε από τη ντοπιολαλιά των αγροτών τον 20ο αιώνα. Το θηλυκό γένος το δανείστηκε από την «κώμη του λόφου», όπως αναφέρουν επίσης τα απομνημονεύματα της εποχής. Τον οικισμό διασχίζουν οι παραπόταμοι του Κούρη, που σε συνδυασμό με τη βουνίσια αγριάδα του τοπίου μαγεύουν τον κάθε επισκέπτη.
Το χωριό που σήμερα μετρά καμιά 30αριά μόνο κατοίκους (οι οποίοι αυξάνονται το καλοκαίρι) πιθανώς να ιδρύθηκε πριν την περίοδο της Φραγκοκρατίας στο νησί κι εξαιτίας των αραβικών επιδρομών, οπότε κι οι πρώτοι κάτοικοί του έψαξαν ασφαλέστερη γη, καθώς επίσης υπάρχουν αρκετές ιστορικές μαρτυρίες ότι ο συγκεκριμένος οικισμός καταστράφηκε πολλές φορές κατά το παρελθόν. Αναλυτικότερα, επί Αγγλοκρατίας η Λόφου καθιερώθηκε σαν ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα αμελοχώρια, ενώ εκεί δημιουργήθηκε ο πρώτος γεωργικός συνεταιρισμός των κρασοχωρίων της Λεμεσού που αργότερα όμως διαλύθηκε. Επιπλέον, το χωριό έχει να υπερηφανεύεται για την εκλογή ντόπιου ως βουλευτή υπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα το 1923. Έπειτα, o οικισμός θεωρείται ως το «εξοχικό» του χωριού Ύψωνα (προάστιο της πρωτεύουσας) με τους γεωργούς να πηγαινοέρχονται στην περιοχή για να καλλιεργήσουν τ’ αμπέλια τους, μέχρι που ξεκινά μια μακρά ιστορική διαδρομή εγκατάλειψής του.
Αποτελώντας ένα από τα λίγα δείγματα παραδοσιακών κυπριακών χωριών με ζωντανά τα στοιχεία της λαϊκής αρχιτεκτονικής του (αφού το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού έχει αναπαλαιωθεί), η Λόφου, εντυπωσιάζει για τις καμάρες της που παραμένουν αναλοίωτες στο χρόνο, αλλά και τα πολλά και δαιδαλώδη λιθόστρωτα δρομάκια της. Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται το διατηρητέο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, με τους λαξευτούς πέτρινους τάφους, φιλοτεχνημένο από αγιοργείτες μοναχούς αν και απ’ όλα τα εκκλησιαστικά μνημεία του ξεχωρίζει η μεγαλοπρεπής εκκλησία της Παναγίας Χρυσολοφίτισσας, οικοδόμημα του 19ου αιώνα, που είναι χτισμένη πάνω σε ύψωμα, δυτικά του πυρήνα του χωριού, ενώ κατά μήκος του δρόμου Άλασσας – Λόφου, συναντάται και το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, καθώς και το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας (περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του χωριού).
Στη Λόφου μπορεί επίσης ο επισκέπτης να περιηγηθεί στο σημείο με τη καλύτερη πανοραμική θέα στον οικισμό, στο νεοκλασσικό παλιό δημοτικό σχολείο που φιλοξενεί στον προαύλιο χώρου του, τους ανδριάντες δύο πολύ σημαντικών προσωπικοτήτων (Ιωάννης Σταυρινός – επανάσταση του 1821 και Ηλίας Καννάουρος – εισβολή του 1974), που κατάγονταν απ’ το χωριό, καθώς επίσης να δει τη μικρή σπηλιά που βρίσκεται κάτω απ’ το οίκημα του σχολείου, όπου λέγεται ότι έμεναν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού. Επιπλέον, εκεί θα βρει το κοινοτικό Αγροτικό Μουσείο Λόφου με τον παραδοσιακό ελιόμυλο και αλευρόμυλο και το μικρό Λαογραφικό Μουσείο Λόφου, ενώ σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από την εκκλησία του οικισμού στέκει μέχρι και σήμερα το παλιό ελαιοτριβείο. Επίσης, μετά από το χωματόδρομο που οδηγεί από τη Λόφου στο χωριό Συλίκου, ο περιηγητής μπορεί να κάνει μια στάση στη βρύση της Ελιτζιής, ή να περπατήσει το μονοπάτι της φύσης Λόφου, όπου θα δει όλη της ομορφιά της πανίδας και της χλωρίδας της κυπριακής ορεινής υπαίθρου.
Και μπορεί το Δεκαπενταύγουστο να γίνεται ένα μεγάλο φεστιβάλ με τραγούδια και χορό, αλλά η Λόφου είναι ξακουστή απ’ άκρη σ’ άκρη της Κύπρου για την ομώνυμη γιορτή παλουζέ, κάθε προτελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη. Τέλος, εκεί ο ταξιδιώτης μπορεί να βρει ταβέρνες, καφενεία και λογείς καταλύματα που παραμένουν ανοιχτά κάθε εποχή.