Αψιού

Η Αψιού είναι χωριό της επαρχίας στην Κύπρο και απέχει 17 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λεμεσό, 80 χιλιόμετρα δυτικά από τη Λάρνακα, 73 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από τη Λευκωσία και 85 χιλιόμετρα ανατολικά από την Πάφο.

Χτισμένη σε υψόμετρο 410 μέτρων πάνω από τον Γαρύλλη ποταμό και στην καρδιά μικρών βουνοκορφών του Τροόδους, η καταπράσινη Αψιού των 200 κατοίκων ανήκει στα κουμανταροχώρια και περιβάλλεται από περιβόλια, αμπέλια, ελιές και χαρουπιές, αλλά και πυκνή άγρια βλάστηση. Αυτό που την έκανε ιδιαίτερα γνωστή στο παρελθόν και που αποτυπώνεται και μέχρι και σήμερα από τις γαλαρίες των λατομείων, είναι ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Στην περιοχή εντοπίζεται τεράστια ποικιλία πετρωμάτων που δε συναντάται αλλού στο νησί, κάτι που κάνει τους γεωλόγους να προσπαθούν να εξηγήσουν την ιδιαιτερότητα του εδάφους. Στο χωριό λειτούργησαν μεταλλεία σιδηροπυρίτη, χαλκοπυρίτη, καθώς και λατομείο παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων, ενώ υπήρχε και χημείο ανάλυσης των πετρωμάτων, το γνωστό στους ντόπιους «χημείο» του χωριού. Το πρώτο λατομείο βρισκόταν στην τοποθεσία «Κουτσαγκόχωμα» και αργότερα, στην Αψιού λειτούργησαν άλλα δυο λατομεία στις τοποθεσίες «Μαρούσα» και «Κάου». Όλα σήμερα έχουν κλείσει, αποτελώντας πια κομμάτι του σύγχρονου παρελθόντος.

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν δυο εκδοχές, με την πρώτη να αναφέρει ότι το χωριό πήρε το όνομά του από τους πρώτους μεταλλουργούς που δούλεψαν εδώ και είχαν έρθει από τη Νάξο (Ναξιώτες, Αξιώτες, Αψιώτες), ενώ η δεύτερη εκδοχή κάνει λόγο για κατοίκους της Απαισιάς που μετακόμισαν στην περιοχή και μετονόμασαν την κοινότητα (Απαισιά, Απαισιού, Αψιού).

Η περιοχή ήταν ένα από τα χωριά του Τάγματος των ιπποτών της Μεγάλης Κουμανταρίας, που είχε έδρα το Κολόσσι.

Στον οικισμό τα περισσότερα σπίτια είναι πετρόκτιστα, αν και δε στηρίζονται γενικά στους ίδιους κανόνες αρχιτεκτονικής, καθώς υπάρχουν σπίτια με την παραδοσιακή κληματαριά στην είσοδό τους και άλλα σπίτια με ψηλά περιτοιχίσματα και εσωτερική αυλή. Ο οικισμός χωρίζεται σε πάνω και κάτω, με τον πρώτο να βρίσκεται στην κορυφή λόφου, ενώ η κάτω γειτονιά βρίσκεται στην πλαγιά του λόφου.

Στο κέντρο του κάτω οικισμού, υπάρχει η κύρια εκκλησία της Αψιού, ο Άγιος Επιφάνιος με μια μυλόπετρα στο προαύλιό του, που θυμίζει την ύπαρξη του ενός από τους δύο ελιόμυλους της περιοχής. Λίγο πιο βόρεια και σε μικρή πλατεία, υπάρχει παραδοσιακή πετρόχτιστη βρύση και το μνημείο ηρώων της κοινότητας. Λίγο έξω από το χωριό συναντάται και το πετρόχτιστο μονόκλιτο ξωκλήσι της Παναγίας Χρυσογαλούσας ή Γαλακτούσας του 18ου αιώνα (1700-1711)  με την εικόνα της που χρονολογείται από τον 15ο αιώνα.

 Για όσους λατρεύουν τη φύση, από εκεί ξεκινά και το ενός χιλιομέτρου «μονοπάτι της Βάφτισης». Στην κοινότητα υπάρχει άλλο ένα μονοπάτι, το οποίο καταλήγει σε μια σπηλιά με σταλακτίτες, εκεί που βρέθηκε η εικόνα της Χρυσογαλούσας. Λίγο έξω από την σπηλιά, υπάρχει ένας βράχος όπου είναι και το αγίασμα της Παναγίας. Σε μια πλευρά του βράχου, φαίνεται να σχηματίζεται το στήθος γυναίκας, από όπου βγαίνει ξινόγαλα. Σύμφωνα με τους ντόπιους, όσο φουσκωμένος κι αν είναι ο ποταμός που περνάει από το σημείο, η ροή του δεν αναμιγνύεται ποτέ με το αγίασμα.

Σε απόσταση 2 χιλιομέτρων ανατολικά της Αψιού, βρίσκεται η Μονή Παναγίας Αμιρούς χτισμένη σε νοτιοανατολική πλαγιά του όρους Κακομάλλη, προσφέροντας μαγευτική θέα.

Στην Αψιού ο επισκέπτης μπορεί να επιλέξει να μείνει στα αναπαλαιωμένα σπίτια που προσφέρουν άνετη διαμονή ή να φάει εκλεκτούς μεζέδες στις ταβέρνες του οικισμού.

Η κοινότητα έχει αδελφοποιηθεί με την Αργυρούπολη στο νομό Ρεθύμνου.