Αγρός

Ο Αγρός είναι χωριό της επαρχίας Λεμεσού στην Κύπρο και απέχει 38 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λεμεσό, 88 χιλιόμετρα δυτικά από τη Λάρνακα, 58 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από τη Λευκωσία και 85 χιλιόμετρα ανατολικά από την Πάφο.

Ένας ορεινός οικισμός χτισμένος αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Τροόδους σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, ο Αγρός είναι το κεφαλοχώρι της περιοχής της Πιτσιλιάς φωλιασμένος στην καρδιά της και ανάμεσα σε ψηλά βουνά. Ένα από τα ορεινά ανεπτυγμένα τουριστικά θέρετρα της μεγαλονήσου, συνδυάζει την παράδοση, τον πολιτισμό και την ανάπτυξη, δίχως να αλλοιώνει το χαρακτήρα του.  Είναι από τα πιο διάσημα χωριά όχι μόνο στη Λεμεσό, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρο και γνωστό κυρίως για τα αξιοθέατα που υπάρχουν στην περιοχή και για τα τοπικά του προϊόντα, όπως παράγωγα του σταφυλιού (σουτζούκος, παλουζές), το περίφημο ροδόσταγμα Αγρού παραδοσιακά καπνιστά και κρασάτα αλλαντικά, γλυκά του κουταλιού, τσάι, λικέρ, κρασί, αρωματικά κεριά και βιολογικά καλλυντικά. Μάλιστα, υπάρχει και γιορτή που τιμά ένα από τα γνωστά προϊόντα της κοινότητας, το φεστιβάλ τριανταφύλλου Αγρού.

Την πλούσια ιστορία της περιοχής, συμπληρώνουν οι γνωστές προσωπικότητες που γεννήθηκαν εδώ, αφού είναι τόπος καταγωγής της οικογένειας Κληρίδη αλλά και του νομπελίστα οικονομολόγου Χριστόφορου Πισσαρίδη.

Οι 800 περίπου κάτοικοι του Αγρού, έχοντας εναρμονιστεί με τις επιταγές των καιρών, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής με την διατήρηση της αυθεντικότητας, πετυχαίνουν σήμερα να προσφέρουν υψηλές υπηρεσίες στους επισκέπτες σε κάθε τομέα ενάσχολησής τους.

Η ονομασία της κοινότητας προέρχεται από τη Μονή του Μεγάλου Αγρού που βρισκόταν στο χώρο που χτίστηκε η σημερινή εκκλησία της Παναγίας Ελεούσας. Σύμφωνα με την παράδοση,  η Μονή του Μεγάλου Αγρού χτίστηκε από 40 μοναχούς που έφτασαν στην εδώ την εποχή της Εικονομαχίας, αφού είχαν εγκαταλείψει το μοναστήρι τους στο Κύζικο της Μικράς Ασίας. Ο ηγούμενος της τότε μονής αρνήθηκε να υπογράψει τα αυτοκρατορικά διατάγματα εναντίον των εικόνων, καταδικάστηκε και εξορίστηκε. Οι μοναχοί που διέμεναν μαζί του στη Μικρά Ασία, μετά το θάνατό του, αποφάσισαν να έρθουν στη Κύπρο και έχτισαν το μοναστήρι, φέρνοντας μαζί τους και την εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας το 817 μ.Χ.

Το 17ο αιώνα (1692 μ.Χ.)  όσοι επέζησαν από την επιδημία της χολέρας που ξέσπασε στην Κύπρο και αφάνισε τα 2/3 του πληθυσμού, κατέφυγαν και έχτισαν τα σπίτια τους έξω από το μοναστήρι, δημιουργώντας τον οικισμό του Αγρού. Το μοναστήρι λειτούργησε μέχρι το 1830, ενώ μέχρι το 1880, αφού δεν φιλοξενούσε μοναχούς, η μητρόπολη άρχισε να διαθέτει τα δωμάτια προς ενοικίαση. Το 1894 το μοναστήρι καταστράφηκε και κοντά στη σημερινή μεγάλη εκκλησία της Παναγίας Ελεούσας, βρίσκεται το βυζαντινό Εκκλησιαστικό Μουσείο Παναγίας Αγρού με εικόνες του 12ου αιώνα, ιερά κειμήλια, βιβλία και σκεύη που διασώθηκαν από το ιστορικό μοναστήρι.

Ο τρίκλιτος πετρόχτιστος ναός της Παναγίας Ελεούσας, σταυροειδής με τρούλο με το εντυπωσιακό καμπαναριό βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και χτίστηκε το 1919 στο χώρο που ήταν η Μονή του Μεγάλου Αγρού. Το 1894, την ίδια χρονιά με την κατεδάφιση της μονής και στον ίδιο χώρο, ξεκίνησε η οικοδόμηση. Το ξύλινο τέμπλο της εκκλησίας έχει τις αγιογραφημένες εικόνες του Φραγκουλίδη, που έζησε στο χωριό από το 1932 μέχρι το 1934. Η αφιερωμένη εικόνα της Παναγίας, του 1856 βρίσκεται στο βυζαντινό Εκκλησιαστικό Μουσείο Παναγίας Αγρού. Η Παναγία Ελεούσα γιορτάζεται στις 21 Νοεμβρίου στα εισόδια της Θεοτόκου, ημέρα που γίνεται μεγάλο πανηγύρι και καταφτάνουν πιστοί από όλη την Κύπρο.

Στην κοινότητα υπάρχουν ακόμη η εκκλησία του Ιωάννη του Προδρόμου και η παλαιοημερολογίτικη εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα.

Η βασιλικού ρυθμού με κεραμιδοσκεπή πετρόχτιστη εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου, που γιορτάζει στις 29 Αυγούστου, βρίσκεται ανατολικά του Αγρού και χτίστηκε το 1860. Το ξύλινο τέμπλο είναι του 1914 και η αφιερωμένη εικόνα της χρονολογείται στο 1887, ενώ ως ναός θεωρείται μοναδικός σε όλη την Κύπρο λόγω του μεγάλου μήκους του που φτάνει τα 30 μέτρα.

Το σύγχρονο βασιλικού ρυθμού εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου του 2008, βρίσκεται κοντά στο γυμνάσιο Αγρού και το βασιλικού ρυθμού με ξύλινη στέγη ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής του 1993 βρίσκεται στα 5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού. Από εκεί διακρίνεται και το μνημείο της Κύπριας Αγωνίστριας της Πιτσιλιάς της γενιάς του 1955.

Δίπλα από την εκκλησία του Ιωάννη του Προδρόμου, ο επισκέπτης θα δει και τον Ελιόμυλο Αγρού της ενορίας της Πέρα Γειτονιάς που στεγάζεται σε παραδοσιακό πετρόχτιστο οίκημα. Ο ελιόμυλος περιλαμβάνει το χειροκίνητο σύστημα με το οποίο οι ελαιοπαραγωγοί έπαιρναν το λάδι τους, το πιεστήριο, το αλεστήρι, και τα ζεμπίλια.

Ο Αγρός διαθέτει επίσης ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της ευρύτερης περιοχής, το Μουσείο Φραγκουλίδη που βρίσκεται σε ένα πετρόχτιστο κτίριο στο κέντρο του χωριού και δίπλα στην Παναγία Ελεούσα. Ο Φραγκουλίδης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους και αγιογράφους και έζησε στο χωριό από το 1932 μέχρι το 1934. Μάλιστα, ο ίδιος ανέλαβε και την αγιογράφηση  στην Παναγία Ελεούσα κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην περιοχή.

Η βρύση του Κάουρα είναι ένα λιθόχτιστο κτίσμα από τις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ρέει δροσερό νερό και τους καλοκαιρινούς μήνες και βρίσκεται στην πλατεία δίπλα από την προτομή του Νέαρχου Κληρίδη. Η παράδοση λέει ότι όποιος πιει από τη συγκεκριμένη βρύση, θα παντρευτεί στον Αγρό. Από τη βρύση ο επισκέπτης μπορεί να δοκιμάσει και το φημισμένο νερό Αγρού,  οι πηγές του οποίου έχουν καταγεγραμμένη ιστορία 2.000 χρόνων και ακόμη και στις περιόδους ανομβρίας, στο νησί οι πηγές παρέμεναν αστείρευτες, θεωρώντας τες οι ντόπιοι ευλογημένες. Το νερό ξεχωρίζει επειδή είναι μαλακό και εύγευστο, ενώ λόγω της διήθησής του από τα πετρώματα της περιοχής, συνδυάζει χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα και νάτριο και είναι πλούσιο σε μέταλλα.

Στα αξιοθέατα του χωριού συγκαταλέγονται επίσης ο υδατοφράκτης, η πετρόχτιστη Απεήτειος Σχολή και τα κρησφύγετα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.

Για τους φυσιολάτρεις και τους περιπατητές, τα 2 Μονοπάτια της Φύσης, που αρχίζουν από το χωριό, αναδεικνύουν τις φυσικές ομορφιές της περιοχής, με το ένα να καταλήγει στον Κάτω Μύλο και το άλλο στα Λαγουδερά, ενώ ιδανικό για περίπατο είναι και το πάρκο στα νότια του χωριού, κοντά στην εκκλησία του Προδρόμου, βρίσκεται το «Πάρκο Αναστασιά» με τους καταπράσινους κήπους και μια λίμνη με ψαράκια. Στα νοτιοανατολικά της κοινότητας, βρίσκεται και το Πάρκο Αγίου Λουκά με εκδρομικό χώρο, βρύσες και μια παιδική χαρά.

Τα ιστορικά μνημεία δε λείπουν από τον Αγρό, τα οποία υπενθυμίζουν τη συμβολή των κατοίκων στους αγώνες αλλά και σημαντικών δωρητών της περιοχής, όπως το Μνημείο Πέτρου Ηλιάδη, της Αγωνίστριας Πιτσιλιάς, του Κυριάκου Απέητου, του Νέαρχου Κληρίδη, των  Ιδρυτών Ανωτέρας Σχολής.

Το χωριό, όντας ο μεγαλύτερος οικισμός της Πιτσιλιάς, διαθέτει όλες τις υποδομές, παιδικό σταθμό, νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, κέντρο γεωργικής εκπαίδευσης, αστυνομικό σταθμό, ταχυδρομείο, υγειονομικό κέντρο, τράπεζες, υπεραγορά, γήπεδο ποδοσφαίρου, κλειστό γήπεδο μπάσκετ και θέατρο. 

Ο επισκέπτης θα βρει αρκετές ταβέρνες και εστιατόρια, που με την παραδοσιακή φιλοξενία και παραδοσιακούς μεζέδες και όχι μόνο, ικανοποιούν και τους πιο απαιτητικούς. Τα  ξενοδοχεία, οι ξενώνες και τα διαμερίσματα εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού ή λίγο έξω από αυτόν, προσφέρουν ήρεμες στιγμές χαλάρωσης, ενώ η περιήγηση για τον επισκέπτη συνεχίζεται και στα καταστήματα-εργαστήρια με τις παραδοσιακές βιοτεχνίες του Αγρού, όπως τα Αλλαντικά του Δασκάλου, τα γλυκά της Νίκης, το εργοστάσιο Τριανταφύλλων Τσολάκη και το ροδόσταγμα. Οι  μοντέρνες καφετέριες και τα παραδοσιακά καφενεία προσφέρουν πρωινό και απογευματινό καφέ, γλυκό του κουταλιού, ακόμα και ποτό.

Τα υπόλοιπα προϊόντα που έχουν δώσει φήμη στον Αγρό είναι τα αλλαντικά του, όπως η ποσυρτή (καπνιστό μπέικον), το χοιρομέρι, η λούντζα και τα λουκάνικα, τα οποία ο επισκέπτης θα βρει στα Αλλαντικά του Δασκάλου και αλλού. Στα Γλυκά της Νίκης, πασίγνωστα σε όλη την Κύπρο, παράγονται πάνω από 60 είδη διαφορετικών γλυκών και μαρμελάδων που φτάνουν σε πολλές χώρες του εξωτερικού, μέχρι και την Ιαπωνία.Το τριαντάφυλλο είναι από τα στοιχεία παράδοσης της κοινότητας και ανθεί στο εργοστάσιο Τριανταφύλλων Τσολάκη και την τοπική συνεργατική εταιρεία. Η Ροδή η Δαμασκηνή (Rosa damascena), όπως λέγεται επίσημα η ποικιλία της περιοχής, αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα και από αυτήν παράγεται το ξακουστό ροδόσταγμα. Λέγεται πως την πρώτη τριανταφυλλιά έφερε στον Αγρό ο γνωστός δάσκαλος και λαογράφος Νέαρχος Κληρίδης ο οποίος και δίδαξε τους κατοίκους την παραγωγή ροδοστάγματος.