Πύλα

Η Πύλα είναι ένα μικτό χωριό εντός της «πράσινης γραμμής», υπάγεται στην επαρχία Λάρνακας και βρίσκεται 18 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λάρνακας, απέχει 70 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία και 82 από τη Λεμεσό.

Ένας οικισμός πάνω στην αποστρατικοποιημένη ζώνη (πράσινη γραμμή) μεταξύ των κατεχόμενων και των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου που ελέγχεται από τα Ηνωμένα Έθνη, η Πύλα είναι η μοναδική κοινότητα όπου μετά την τουρκική εισβολή του 1974, οι αρχικοί κάτοικοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, συνεχίζουν να συνυπάρχουν μέχρι και σήμερα.

Μαζί με την Αθηένου, τους Τρούλλους και τη Δένεια, αποτελούν τα 4 χωριά που διοικούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία και υπάγονται σε αυτήν, αλλά ταυτόχρονα με τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών όταν παραστεί ανάγκη.

Η Πύλα, με μεγάλη καλλιέργεια σιτηρών, εκτάσεις με ελαιώνες και αμπελώνες είναι από τα πιο αρχαία χωριά της Κύπρου, αφού σύμφωνα με ανασκαφές, η ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή χρονολογείται από την πρώιμη και μέση Εποχή του Χαλκού (3.000-2.400π.Χ.). Θέσεις οικισμών και νεκροταφείων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1700-1125 π.Χ.) ανασκάφτηκαν στα νότια της κοινότητας, όπως λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι στις θέσεις Βερκί, Κουκουφούθκια και Στενό. Ο οικισμός που βρέθηκε στον Κοκκινόκρεμο με μινωικά και μυκηναϊκά κεραμικά αντικείμενα, ιδρύθηκε γύρω στο 1230π.Χ., εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1190 π.Χ. και κτίστηκε από πρόσφυγες του Αιγαίου που έφτασαν στην Κύπρο μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών αστικών κέντρων. Την Εποχή του Σιδήρου, η περιοχή της Πύλας κατείχε σημαντική θέση, καθώς βρέθηκαν νεκροταφεία, οικισμοί και ιερά της περιόδου και πιθανόν από το όνομα του χωριού μαρτυρείται ότι το χωριό υπήρξε η πύλη επικοινωνίας ανάμεσα στη Μεσαορία και το βασίλειο της Σαλαμίνας.

Στα νοτιοανατολικά του χωριού, στην περιοχή Σταυρός, ανακαλύφθηκε  ένα ιερό των αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, με πολλά αναθήματα, από τα οποία τα περισσότερα ήταν αγάλματα από ασβεστόλιθο και πήλινα ειδώλια, αλλά και επιγραφές, οι οποίες αναφέρονταν στο θεό Απόλλωνα με το επίθετο «Μαγείριο», στη θεά Άρτεμη.

Ο Τάφος Πύλας, ένα εντυπωσιακό κτίσμα της κυπροκλασικής περιόδου, βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χωριού και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα για τον επισκέπτη.

Η ονομασία του χωριού συνδέεται πιθανότατα με τη λέξη «πύλη», λόγω της τοποθεσίας του, καθώς ήταν η μόνη πύλη που οδηγούσε στην πεδιάδα της Μεσαορίας.  Έτερη εκδοχή κάνει λόγο για τον αποικισμό του νησιού από τους Αχαιούς και αναφέρεται στο ότι το όνομα είναι αρχαίο ελληνικό τοπωνύμιο, όπως η αρχαία πόλη Πύλος.

Ο επισκέπτης της Πύλας, εκτός από τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, θα δει στον οικισμό το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Πύλας, το τουρκοκυπριακό τζαμί, το Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού, τον παλιό αστυνομικό σταθμό, ένα πανεπιστήμιο και ένα μεσαιωνικό πύργο. Ο Πύργος Πύλας είχε κρεμαστή γέφυρα ή ξύλινη σκάλα και μαζί με τους άλλους πύργους – παρατηρητήρια του κόλπου της Λάρνακας εντόπιζαν πιθανές εχθρικές επιδρομές.

Στην ακτογραμμή της Λάρνακας που οδηγεί προς την Αγία Νάπα, στο παραλιακό μέτωπο του χωριού, υπάρχει η οργανωμένη παραλία Δασάκι Πύλας, όπου οι λουόμενοι μπορούν να απολαύσουν τις βουτιές τους.

Στο χωριό υπάρχουν πολλές ταβέρνες, τουριστικά καταλύματα και χώροι διασκέδασης, όπως και καζίνο. Στην κοινότητα εκτός του τεμένους, υπάρχουν τρεις Ορθόδοξες εκκλησίες και ξωκλήσια. Η εκκλησία Αρχαγγέλου Μιχαήλ βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και αναγέρθηκε το 1500. Η κύρια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, γοτθικού ρυθμού, βρίσκεται κοντά στην πλατεία του χωριού και κτίστηκε στα θεμέλια παλιότερου ναού. Από την παλιά εκκλησία σώζεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου που αγιογραφήθηκε το 1825. Στα ανατολικά του χωριού η εκκλησία της Παναγίας της Ασπροβουνιώτισσας, που οικοδομήθηκε το 1200 και αρχικά ήταν μοναστήρι, ήταν παλιότερα η κύρια εκκλησία της Πύλας. Το ξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου είναι κτίσμα του 2010 και βρίσκεται δίπλα από το δημοτικό σχολείο. και το  κατεστραμμένο εκκλησάκι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό αναγέρθηκε γύρω στο 1400.

Οι κάτοικοι του χωριού σε όλη την επικράτεια της κοινότητας μέχρι και την παραλία, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, αριθμούν περίπου τους 1.800, με τους Τουρκοκύπριους να βρίσκονται κυρίως εντός της ουδέτερης ζώνης.