Πάνω Λεύκαρα

Τα Πάνω Λεύκαρα είναι χωριό της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο και βρίσκονται 39 χιλιόμετρα δυτικά της Λάρνακας, 48 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας και 48 βορειοανατολικά της Λεμεσού.

Ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Ευρώπης βάσει ερευνών, χτισμένο αμφιθεατρικά στα 570 μέτρα υψόμετρο στους πρόποδες του λόφου Σωτήρα στη νοτιοανατολική πλευρά του Τροόδους, τα Πάνω Λεύκαρα είναι σήμερα ανεξάρτητος δήμος της Μεγαλονήσου που η φήμη του ξεπερνάει τα όρια της Κύπρου. Σε τοπίο όπου κυριαρχεί το λευκό χρώμα των πέτρινων λόφων, είναι ένας μεγάλος πυκνοδομημένος οικισμός με πλούσια ιστορία και παραδόσεις, που η λαϊκή αρχιτεκτονική αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής του κληρονομιάς και κεντρίζει το μάτι του επισκέπτη. Ο μοναδικός αρχιτεκτονικός χαρακτήρας των Πάνω Λευκάρων με τα παραδοσιακά πετρόκτιστα χτισμένα με την τοπική πέτρα, που βρίσκονται πάνω στο δρόμο με την αυλή στο εσωτερικό τους και με μπαλκόνια κολλητά το ένα με το άλλο, προσδίδουν στον τόπο μια ιδιαίτερη ομορφιά και κάνουν τον περίπατο στα πλακόστρωτα καλντερίμια να μοιάζει με ταξίδι πίσω στο χρόνο. Σε πολλά σπίτια εντυπωσιάζουν οι φράγκικες και βενετσιάνικες καμάρες στις προσόψεις ή στο εσωτερικό των σπιτιών, καθώς και οι επιβλητικές πόρτες που επέτρεπαν την είσοδο στα φορτωμένα ζώα κατά το παρελθόν.

Με αφορμή το παγκοσμίως γνωστό λευκαρίτικο κέντημα που έκανε τους γλωσσολόγους να συμπεριλάβουν τη λέξη «λευκαρίτικο» στα ελληνικά λεξικά, τα Πάνω Λεύκαρα γνωρίζουν μεγάλη τουριστική ανάπτυξη και  προσελκύουν όχι μόνο τουρίστες, αλλά και όλους τους κάτοικους της Κύπρου. Μάλιστα, λέγεται ότι η άρτια τεχνική του λευκαρίτικου κεντήματος με τα πολύπλοκα σχέδια και τη μεγάλη ποικιλία, ανάγκασε το Λεονάρντο ντα Βίντσι το 1481 να έρθει στην ορεινή Λάρνακα και να διαλέξει ένα τραπεζομάντιλο για την Αγία Τράπεζα του καθεδρικού ναού στο Μιλάνο. Το άλλο στοιχείο που έκανε γνωστό το χωριό, η αργυροχοϊα,  είναι ένας συνδυασμός της γνώσης του παρελθόντος με τις τεχνικές του σήμερα και πιθανά εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα.

Τα πολλά αγροτουριστικά καταλύματα, όλα εναρμονισμένα με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού, τα ξενοδοχεία, οι πολλές γραφικές ταβέρνες και τα εστιατόρια που σερβίρουν τοπικούς μεζέδες, όπως το Λευκαρίτικο ταβά που μαγειρεύεται µόνο εδώ, τα παραδοσιακά καφενεία και οι σύγχρονες νεανικές καφετέριες, συνθέτουν την εικόνα της περιοχής και καθιστούν τα Πάνω Λεύκαρα ιδανικό προορισμό για απόδραση του σαββατοκύριακου. Εκτός αυτού, πολλοί είναι και οι ξένοι που επιλέγουν να κάνουν τους πολιτικούς τους γάμους στο δημαρχείο της περιοχής.

Για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας του τόπου, στα πολλά στενά και στον κεντρικό δρόμο του χωριού υπάρχουν πολλά καταστήματα κεντημάτων και ασημικών, παραδοσιακά λουκούµια από την τοπική βιοτεχνία, ενώ ακόμα και σήμερα οι γυναίκες του χωριού, καθισμένες στα καρεκλάκια τους, κεντούν τα περίφηµα κεντήµατα στις εσωτερικές αυλές των σπιτιών ή έξω από τα μαγαζιά και τα σπίτια, προσκαλώντας τους ξένους να δουν από κοντά την λεπτεπίλεπτες χειροτεχνίες τους.

Η περιοχή των Λευκάρων κατοικούνταν από τον 7ο αιώνα μ.Χ., περίοδο που οι κάτοικοι του νησιού που ζούσαν στα παράλια, μετακινήθηκαν στο εσωτερικό λόγω των αραβικών επιδρομών. Η πρώτη γραπτή αναφορά για την περιοχή γίνεται απ’ τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, που αναφέρει ότι γεννήθηκε εδώ το 1134. Μάλιστα, το σπίτι όπου συναντήθηκε ο άγιος με τη μέλλουσα γυναίκα του πριν γίνει μοναχός, υπάρχει ακόμη.

Επί Φραγκοκρατίας τα Πάνω Λεύκαρα αποτελούσαν φέουδο, ενώ μετά την αγγλική κυριαρχία της Κύπρου (1878), έγιναν δήμος. Η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η περιοχή ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το εμπόριο των τοπικών κεντημάτων άρχισε να «ανθεί» σε όλη την Ευρώπη. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και την τουρκική εισβολή του 1974, η σημαντική τουρκοκυπριακή παρουσία του χωριού εξαφανίστηκε και ακολούθησε η τουριστική ανάπτυξη που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Για την ονομασία Λεύκαρα, υπάρχουν τρεις εκδοχές: η πρώτη υποστηρίζει ότι προέρχεται από τα λευκά όρη, επειδή η περιοχή περιβάλλεται από το λευκόχρωμο, τραχύ ασβεστολιθικό τοπίο, η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι ονομάστηκε έτσι από τις μικρές λεύκες που αφθονούσαν κάποτε στην περιοχή, ενώ η τρίτη εκδοχή κάνει λόγο για τον πρώτο οικιστή που ονομαζόταν Λεύκαλος.
Ο διαχωρισμός σε Πάνω Λεύκαρα και Κάτω Λεύκαρα, δυο ξεχωριστών οικισμών που απέχουν 1 περίπου χιλιόμετρο, υφίσταται από την εποχή της Τουρκοκρατίας και πιθανό θεωρείται ο κάτω οικισμός να ιδρύθηκε από εκτοπισμένους Έλληνες.

Σημαντικά αξιοθέατα του χωριού είναι το Τοπικό Μουσείο Παραδοσιακής Κεντητικής και Αργυροχοΐας Λευκάρων που παρουσιάζει τα δύο στοιχεία παράδοσης της περιοχής και στεγάζεται σε ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα, καθώς και η κεντρική εκκλησία του Τίμιου Σταυρού Λευκάρων, κτίσµα του 14ου αιώνα και µια από τις τρεις στην Κύπρο που φυλάγεται μέρος του Τιμίου Σταυρού.

Εκτός από τον Τίμιο Σταυρό, η περιοχή έχει πάρα πολλά ξωκλήσια. Στα νοτιοανατολικά βρίσκεται η «Πηή», δηλαδή Πηγή λόγω της βρύσης που ρέει αδιάκοπα, στην είσοδο του χωριού είναι το ξωκλήσι του Αγίου Τιμοθέου, πιο κάτω βρίσκεται το εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ενώ στα βόρεια προς Κόρνο υπάρχει το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας της Λιβαδιώτισσας. Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται η Μεταμόρφωση Σωτήρος που έδωσε και το όνομά του στο βουνό και είναι του 14ου αιώνα. Για τους λάτρεις της πεζοπορίας, υπάρχει το μονοπάτι της φύσης που ξεκινάει απ’ τη βόρεια είσοδο του χωριού και ανεβαίνει κυκλικά στο βουνό. Τέλος, υπάρχει το ξωκλήσι του Αγίου Μάμα του 10ου αιώνα, το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου Σιρκάτη, το ξωκλήσι του Αγίου Ξενοφώντος, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Θωμά, του Αγίου Δημητρίου, της Παναγίας της Ομορφιάς και του Αγίου Γεωργίου Κοντού.

Οι 800 περίπου κάτοικοι στα Πάνω Λεύκαρα ασχολούνται με τον τουρισμό, το κέντημα και άλλα. Σημαντική εκδήλωση αποτελεί το καλοκαιρινό ετήσιο Φεστιβάλ Λευκάρων και η γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου, οπότε και γίνεται μεγάλο πανηγύρι.