Κοφίνου

Η Κοφίνου είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά στην επαρχία Λάρνακας της Κύπρου και βρίσκεται 34 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λάρνακας, 53 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λευκωσίας και 57 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λεμεσού.

Χτισμένη σε υψόμετρο 160 μέτρων, και βρισκόμενη σε κομβικό σημείο στο σταυροδρόμι των αυτοκινητόδρομων Λευκωσίας-Λεμεσού και Λάρνακας-Λεμεσού, η Κοφίνου παλιότερα ήταν κεντρικός συγκοινωνιακός κόμβος. Λόγω της θέσης της συχνά επιλέγεται από διάφορους συνδέσμους ή ομίλους για συγκεντρώσεις στα εστιατόρια του χωριού.

Πριν την τουρκική εισβολή του 1974 ήταν αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό, αλλά σήμερα οι 1400 περίπου κάτοικοι είναι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες που μετοίκησαν από την κατεχόμενη Κύπρο. Η κοινότητα έγινε παγκοσμίως γνωστή με τη μάχη μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε ύψωμα του χωριού το Νοέμβριο του 1967.

Όλα άρχισαν μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, όταν η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων και αποτέλεσε διαρκή εστία επεισοδίων στην περιοχή. Συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες ή πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ της κυπριακής κυβέρνησης να απευθύνεται στον ΟΗΕ, δίχως όμως ανταπόκριση. Έτσι, ο τότε διοικητής της Εθνικής Φρουράς στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής που είχε σταλεί στη Κύπρο από την προ Χούντας ελληνική κυβέρνηση το 1966, με την <<Επιχείρηση Γρόνθος>>, κινητοποιώντας ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό, επιτέθηκε στο γειτονικό μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Τουρκοκυπρίων της Κοφίνου.

Η αντίδραση από πλευράς της Τουρκίας ήταν να μεταφέρει μεγάλες δυνάμεις στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου και στα έναντι της Κύπρου παράλιά της, απειλώντας πολεμική σύρραξη με την Ελλάδα και στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Το Ζήτημα της Κοφίνου, όπως ονομάστηκε, έλαβε διεθνή χαρακτήρα μετά τη διαμεσολάβηση του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ και των ΗΠΑ στην αποκλιμάκωση της έντασης και την αποφυγή ενδεχόμενης ελληνοτουρκικής πολεμικής σύρραξης. Τελικά, ο πόλεμος αποτράπηκε με την πλήρη υποχώρηση του δικτατορικού τότε καθεστώτος της Αθήνας σε όλους τους όρους της Τουρκίας, την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο που είχε σταλεί το 1964, αλλά και την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα Διγενή. Όλα αυτά συνετέλεσαν να μείνει έκθετη η Κύπρος σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, κάτι που συνέβη τον Ιούλιο του 1974.  Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατάληψη της βόρειας Κύπρου από τουρκικά στρατεύματα, οι 1000 περίπου Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν και να μετακινηθούν στα κατεχόμενα εδάφη.

Στο σημείο όπου έπεσε μαχόμενος ο λοχίας Ευμένιος Παναγιώτου υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στον ίδιο και στους καταδρομείς της Κύπρου.

Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων στην Κοφίνου είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, γι΄ αυτό και η λυόμενη εκκλησία στο κέντρο  του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Μόδεστο που είναι ο προστάτης της κτηνοτροφίας. Στο χωριό βρίσκεται και η εκκλησία της Παναγίας Κοφίνου, μία από τις έξι παλιές εκκλησίες της κοινότητας και η πιο καλοδιατηρημένη. Χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα και οικοδομήθηκε στα ερείπια μια παλιότερης τρίκλινης βασιλικής του 7ου αιώνα μ.Χ. Στην αρχική φάση του ναού πιστεύεται, ότι είχε την έδρα του ο επίσκοπος Ηράκλειος, έπειτα από την εγκατάσταση στην περιοχή προσφύγων και τη δημιουργία οικισμού. Στη δεύτερη φάση η εκκλησία είναι μια παραλλαγή συνεπτυγμένου σταυροειδούς ναού, επηρεασμένου, από αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά από τη Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή, κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο. Στο ναό διασώζονται τρία στρώματα τοιχογραφιών, του 12ου, 14ου και 16ου αιώνα.

Κάθε καλοκαίρι πραγματοποιείται από τον πολιτιστικό όμιλο του χωριού το Πολιτιστικό Φεστιβάλ Κοφίνου με πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα.

Στην περιοχή επίσης υπάρχει σφαγείο, το Κέντρο Υποδοχής Αιτητών Ασύλου, αστυνομικός και πυροσβεστικός σταθμός, σούπερ μάρκετ και άλλα.