Φικάρδου
Το Φικάρδου βρίσκεται περίπου 38 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας στην ομώνυμη επαρχία της Κύπρου, κι απέχει 58 χιλιόμετρα από τη Λεμεσό, 70 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λάρνακας, και σχεδόν 150 χιλιόμετρα από την πόλη της Πάφου.
Χτισμένος στην γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, και σε υψόμετρο που κυμαίνεται από τα 400 και φτάνει τα 1100 μέτρα, στη νοτιοανατολική πλαγιά της οροσειράς του Τροόδους, ο οικισμός Φικάρδου βλέπει μέχρι και τα βουνά Ταύρο και Αντίταυρο της Μικράς Ασίας.
Ολόκληρος ο οικισμός έχει ανακηρυχθεί Αρχαίο Μνημείο Δευτέρου Πίνακα από την UNESCO, καθώς επίσης μεγάλο τμήμα του Φικάρδου αποτελεί ιδιοκτησία του Τμήματος Αρχαιοτήτων, κηρύσσοντάς τον σε «Ελεγχόμενη Περιοχή» από το 1978. Παράλληλα με τον τίτλο, η υπηρεσία έκανε τεράστιες προσπάθειες αποκατάστασης και συντήρησης των παλιών κατοικιών του χωριού, αφού επρόκειτο για άριστα δείγματα ορεινής κυπριακής αρχιτεκτονικής των περασμένων δύο αιώνων, εναρμονισμένα με το περιβάλλον, και οικοδομημένα με ακατέργαστες πέτρες της περιοχής και πλίνθους. Σήμερα, το πρώην ερειπωμένο χωριό, αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και λαϊκής τέχνης.
Το χωριό πήρε την ονομασία του από το επώνυμο μιας οικογένειας ευγενών, των Φικάρδο, οι οποίοι φαίνεται πως με τις διασυνδέσεις τους άφησαν το στίγμα τους στην ενετική ιστορία του νησιού. Αναλυτικότερα, οι πρώτες αναφορές για την οικογένεια εκείνη, αφορούν τον συμβολαιογράφο Θωμά Φικάρδο, και γενάρχη της μεσαιωνικής οικογενείας, ο οποίος φαίνεται να ήταν ένας εκ των οπαδών του βασιλιά Ιακώβου Β’. Στις μέρες μας, εκτός από τη συγκεκριμένη λευκωσιάτικη κοινότητα, το επίθετο της ιστορικής αυτής οικογένειας φέρουν και μερικοί νεότεροι Κύπριοι. Γνωστό όμως κι ως Φυκάρδου, εξαιτίας του ότι αποτέλεσε ένα από τα χωριά – «κρησφύγετα φυγάδων», δηλαδή κατοίκων παράκτιων οικισμών, οι οποίοι αναγκάστηκαν λόγω των πειρατικών λεηλασιών να φύγουν στα βουνά για περισσότερη ασφάλεια. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράδοση, στο Φικάρδου λέγεται ότι κρύφτηκε η συμμορία ενός Σίμωνα που δολοφόνησε τον Ρήγα της Κύπρου. Εκεί, πριν φύγουν οι συμμορίτες για το εξωτερικό, έθαψαν αμύθητα πλούτη, στη σκιά της βουνοκορφής που δείχνει την 160η μέρα του χρόνου, κι αυτός ο θησαυρός παραμένει μέχρι και σήμερα καλά κρυμμένος.
Πάντως, αν και η ίδρυση του Φικάρδου χρονολογείται πίσω στον Μεσαίωνα, δεν φαίνεται να υπήρξε φέουδο κανενός επί Φραγκοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχει διασωθεί κανένα μνημείο από εκείνη την εποχή. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά για το χωριό ανάγεται στο 1825 (Τουρκοκρατία).
Το Φικάρδου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κυπριακού πολιτιστικού τοπίου, όπου η ανθρώπινη επέμβαση συμπλήρωσε τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα του παλιού χωριού. Σαράντα περίπου σπίτια του 1920 με αξιόλογα ξυλόγλυπτα και στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, διατηρήθηκαν αλώβητα στο χρόνο. Δυο από αυτά, βραβευμένα το 1987-1988 από τη Europa Nostra, είναι το σπίτι του Κατσινιόρου και το σπίτι του Αχιλλέα Δημήτρη, τα οποία και διοικούνται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, έχοντάς τα μετατρέψει σε Μουσεία επισκέψιμα από το κοινό. Η έντονα επικλινής οικία του Κατσινιόρου ξεχωρίζει από τ’ άλλα σπίτια της κοινότητας, αφού βρίσκεται σε περίοπτη θέση και στεγάζει το Τοπικό Εθνολογικό Μουσείο Φικάρδου με εκθέματα του 16ου αιώνα, ενώ η οικία του Αχιλλέα Δημήτρη (ακριβώς πίσω από την οικία Κατσινιόρου – βόρεια της κοινότητας), έχει διαμορφωθεί σε εργαστήρι υφαντικής και ξενώνα μελετητών. Δομικά, σχεδόν όλα τα κεραμιδόσκεπαστα σπίτια της κοινότητας είναι διώροφα, αποτελούμενα από την κυρίως κατοικία, διάφορες αποθήκες και εργαστήρια, καθώς και το ισόγειο, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως στάβλος ή και για το άπλωμα των σταφυλιών. Πολλά από τα σπίτια του γραφικού αυτού οικισμού είναι εγκαταλελειμμένα, ενώ άλλα είναι επισκέψιμα εποχιακά από τους ιδιοκτήτες τους. Σήμερα, το Φικάρδου έχει περίπου 13 μόνιμους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν καμία συγγένεια με τον τόπο, αλλά μαγεύτηκαν από την σπάνια ομορφιά του. Έτσι, λίγο έξω από τον παραδοσιακό πυρήνα, και σε επιτρεπόμενες τοποθεσίες, έχτισαν τα σπίτια τους.
Οι πετρόκτιστες αναβαθμίδες και τα αλώνια στις πλαγιές των αναπαλαιωμένων κατοικιών του Φικάρδου, μαρτυρούν τη στενή σχέση των προγόνων με τη γη, αφού η γεωργία ήταν ο μοναδικός τρόπος ζωής γι’ αυτούς λόγω της ιδιομορφίας του περιβάλλοντος. Το όργωμα με το ξύλινο άροτρο το οποίο τραβούσαν τα ζώα, το αλώνισμα με την «δουκάνη» στα αλώνια του χωριού, η καλλιέργεια των αμπελώνων και η παρασκευή παραγώγων του κρασιού, η ύφανση από τις γυναίκες στους παραδοσιακούς αργαλειούς, ήταν όλες τους αναγκαίες ασχολίες. Αρκετοί πάντως από τους ντόπιους, φαίνεται να δούλευαν κι ως υπάλληλοι στη γειτονική Μονή Μαχαιρά της επαρχίας Λάρνακας, ενώ η εκμετάλλευση των άγριων ελαιόδεντρων της περιοχής για τις ανάγκες του μοναστηριού, ήταν μία από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες του 13ου και 14ου αιώνα.
Το Φικάρδου για να το βιώσει κανείς, πρέπει να περπατήσει τα στενά γραφικά δρομάκια του με συνοδοιπόρους κάτι παλιά μεγάλα πιθάρια και διάσπαρτα αξιοθέατα πολιτισμού. Όπως για παράδειγμα στο κέντρο του οικισμού, η εκκλησία Πέτρου και Παύλου (του 18ου αιώνα), που λειτουργείται μία φορά το χρόνο (29 Ιουνίου).
Χιλιάδες ντόπιοι και ξένοι κάθε χρόνο επισκέπτονται το Φικάρδου για να θαυμάσουν από κοντά τα σπίτια που στέκουν από πείσμα στο χρόνο, για να περπατήσουν ένα από τα μονοπάτια της φύσης που διασχίζουν τις κατάφυτες βουνοπλαγιές του οικισμού, ή και να ξαποστάσουν στην εξίσου γραφική ταβέρνα της περιοχής, που είναι και η μοναδική στο χωριό, ενώ λειτουργεί σαν καφενείο το πρωί και εστιατόριο από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ. Τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι που επίσης, κάνουν μια βόλτα στο χωριό προκειμένου να θυμηθούν τα παλιά, συμμετέχοντας στο διάσημο πια, Φεστιβάλ Παράδοσης Φικάρδου.
Τέλος, το Φικάρδου εντοπίζεται μεταξύ των οικισμών Γούρρη και Λαζανιά. Πιο εύκολα κανείς μπορεί να το επισκεφτεί με αφετηρία το μοναστήρι του Μαχαιρά, ενώ από την πόλη της Λευκωσίας (και μέσω του χωριού Κλήρου), η διαδρομή είναι αρκετά ανηφορική και μπορεί να γίνει σχετικά δύσκολη κατά τη χειμερινή περίοδο που πολλές φορές σκεπάζεται με νιφάδες χιονιού η ορεινή πλευρά του νησιού.